Ὁ Ναὸς τῆς Ἀναστάσεως
|
|
Ἡ Παλαιστίνη μὲ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀποτελεῖ τὸ κέντρον τοῦ κόσμου. Εἰς αὐτὴν τὴν πολυσήμαντον κι ἔντονον εἰς ὅλα της, ἀπὸ τὰ χρώματα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μέχρι τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ ἐκτισμένον τοπίον εὑρίσκεται καὶ ἀκτινοβολεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας μία γνησία σύνθετη παρουσία τῆς ἑλληνικῆς βυζαντινῆς παραδόσεως. Ὁ Ναὸς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ἱερότερον μνημεῖον τῆς Χριστιανοσύνης ἀποτελεῖ τὸ ὄνειρον κάθε εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ νὰ ἀξιωθῇ κάποτε νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν Ἁγίαν Γῆν. Εἰς τὴν πραγματικότητα, ὁ ἐνδοξότερος ναὸς τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ὅπου ἐσταυρώθη καὶ ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕν ἑνιαῖον κτήριον, ἀλλὰ πολλὰ καὶ διάφορα, τὰ ὁποῖα ἑνώνονται μεταξύ των. Ὁ ἐσωτερικὸς χῶρος τοῦ Ναοῦ περιλαμβάνει ἐκκλησίας, παρεκκλήσια, προσκυνήματα, ὑπνοδωμάτια, μπαλκόνια, διαδρόμους, βοηθητικοὺς χώρους. Ἡ ἰδία ἀρχιτεκτονικὴ ἀρρυθμία ἐπικρατεῖ καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικόν τοῦ Ναοῦ, παρὰ τὸ ὅτι τὰ μνημεῖα διατηροῦν τὴν αὐτοτέλειάν τους ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς.
Ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος εἶναι ποικιλόμορφος μέ βυζαντινὰς τοιχογραφίας, εἰκόνες καὶ ἀγάλματα, χάλκινα σκαλιστά τῆς Ἀναγεννήσεως, σύγχρονα ἐν τοίχιᾳ ψηφιδωτά. Ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ὑπάρχουν ἄνω τῶν δέκα ἱεροὶ χῶροι καὶ προσκυνήματα, συνδεδεμένα μὲ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὴν Σταύρωσιν, τὸν Θάνατον, τὴν Ταφὴν καὶ τὴν Ἀνάστασιν. Τὰ κυριότερα εἶναι:
1) Ἡ Ἁγία Ἀποκαθήλωσις
2) Ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἵσταντο αἱ ἅγιαι γυναῖκαι κατὰ τὴν Σταύρωσιν
3) Τὸ Ἅγιον Κουβούκλιον, ὅπου ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Ἅγιος Λίθος
4) Ὁ Γολγοθᾶς
5) Τὸ Παρεκκλήσιον τοῦ Ἀδὰμ
6) Τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἀκανθίνου Στεφάνου
7) Ὁ χῶρος τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
8) Τὸ Παρεκκλήσιον τοῦ ἑκατοντάρχου Λογγίνου
9) Τὸ Παρεκκλήσιον τοῦ «Διεμερίσαντο»
10) Τὸ Παρεκκλήσιον τῶν Κλαπῶν, ὅπου ἡ φυλακὴ τοῦ Χριστοῦ
11) Ἡ Κολώνα τοῦ Δαρμοῦ
12) Τὸ Παρεκκλήσιον τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς
Μερικὰ ἀπὸ τὰ προσκυνήματα αὐτά, ὅπως ὁ Γολγοθᾶς καὶ ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ ἔχουν Εὐαγγελικήν, τοπογραφικὴν καὶ ἱστορικὴν αὐθεντικότητα. Ἄλλα, ὅπως ἡ Ἀποκαθήλωσις, τὸ Μή Μου Ἅπτου, ὁ Τάφος τοῦ Ἰωσὴφ ἔχουν καθορισθεῖ πλησίον τοῦ χώρου τοῦ Γολγοθᾶ ὡς συναφῆ μὲ τὰ γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ταφῆς. Ἄλλα εἶναι ἀφιερωμένα εἰς κάποιο πρόσωπον ἢ γεγονός, ὅπως τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Λογγίνου, ἡ Κολώνα τοῦ Δαρμοῦ καὶ τὸ παρεκκλήσιον τῶν Κλαπῶν. Ὅλα ὅμως τὰ προσκυνήματα τοῦ Ναοῦ ἑνώνονται μὲ τὸ ἴδιον κτήριον καὶ τὰ στεγάζει τὸ ἴδιον ἱστορικὸν γεγονὸς, τὸ Πάθος καὶ τὸ Μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ.
|
|
|
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ
|
|
Ὁ Κύριος ἐσταυρώθη εἰς τὸν λόφον τοῦ Γολγοθᾶ, ἔξωθεν τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ δυτικὸν τμῆμα τοῦ βράχου τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εἶχε λαξεύσει δυὸ τάφους, τὸν πρῶτον διπλὸν διὰ τὴν οἰκογένειάν του καὶ τὸν δεύτερον διὰ τὸν ἴδιον. Εἰς αὐτὸν τὸν τάφον ἔγινε ἡ ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ, προχείρως καὶ βεβιασμένως ἕνεκα τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς μεγάλης ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ποὺ ἐπλησίαζε, ἐνῶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς καὶ τὰ λοιπὰ ἐργαλεῖα ποὺ ἐχρησιμοποιήθησαν διὰ τὴν Σταύρωσιν ἐρρίφθησαν πλησίον αὐτοῦ. Μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία τῶν γεγονότων διεδόθη ὑπὸ τῶν πρώτων πιστῶν τῆς πόλεως, μέσω προφορικῆς παραδόσεως. Τὸ 70 μ.Χ. ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων κατεστράφη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν τοῦ αὐτοκράτορος Τίτου καὶ τὸ 135 μ.Χ. ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Ἀδριανὸς ἐπανέκτισε τὴν κατεστραμμένην πόλιν, δίδων αὐτῆς τὴν ὀνομασίαν «Αἰλία Καπιτωλίνα». Κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἐργασιῶν τῆς ἀνοικοδομήσεως καὶ ἐπιχωματήσεως, ἐκτίσθησαν δυὸ εἰδωλολατρικὰ ἱερὰ ἀφιερωμένα εἰς τὴν Ἀφροδίτην, ἐπάνω εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον καὶ εἰς τὸν Δίαν, ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Οὕτως οἱ Χριστιανοὶ ἠδύναντο νὰ ἐντοπίζουν καὶ νὰ διαδίδουν τὴν ἀκριβῆ θέσιν τῶν σπουδαίων χριστιανικῶν μνημείων τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἁγία Ἑλένη, ὅταν ἦλθε εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν διευκολύνθη τοιουτοτρόπως, ὥστε συντόμως ἐντόπισε τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν καὶ τὸν Πανάγιον Τάφον, ἀλλὰ καὶ ηὖρε τὸν Τίμιον Σταυρόν. Ἐκεῖ, αὐτοκρατορικῇ ἐντολῇ καὶ χορηγίᾳ, ἐκτίσθη Βασιλική, εἰς τὸ κέντρον τῆς ὁποίας ὑπῆρχε ὁ Τάφος, ὡς στρογγυλὸς μικρὸς ναὸς μὲ ἀνοικτὴν αὐλήν, καθὼς εἰς τὰς τρεῖς πλευράς του περιβάλλετο ὑπὸ ἕξ πεσσῶν καὶ δώδεκα κιόνων.
Τὸ 325-335 μ.Χ. ἐκεῖ ὅπου ηὐρέθη ὁ Τίμιος Σταυρός, ἐκτίσθη μία κωνσταντίνεια βασιλική, γνωστὴ ὡς «Μεγάλη Ἐκκλησία», ἐνῶ τὴν ἰδίαν περίοδον ὁ Πανάγιος Τάφος ἐστεγάσθη μὲ κυκλικὸν οἰκοδόμημα, γνωστὸν ὡς «Ροτόντα» ἢ «Ἀνάσταση» καὶ ἰδιαίτερος ναὸς ἐκτίσθη ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Τὴν Βασιλικὴν ἔκτισε ὁ ἀρχιτέκτων Ζηνόβιος, ὑπὸ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ εἰδικοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἐκπροσώπου Εὐσταθίου καὶ τὰ ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν τὸ 336 μ.Χ. Τὸ 614 μ.Χ. οἱ Πέρσαι κατέλαβον καὶ ἐλεηλάτησαν τὰ Ἱεροσόλυμα, καταστρέφοντες τὰ προσκυνήματα τῆς Ἁγίας Γῆς. Ἔκαψαν καὶ κατέστρεψαν τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, καθὼς καὶ τὸ συγκρότημα, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀνοικοδομήσει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, λαβόντες ἀκόμα καὶ τὴν χρυσὴν θήκην, ὅπου εἶχε τοποθετηθεῖ ὁ Τίμιος Σταυρός, τὸν ὁποῖον μετέφεραν εἰς τὴν Κτησιφώντα, τὴν πρωτεύουσά τους. Τὸ 626, ὑπὸ τὴν μέριμνα τοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Μοδέστου, ἔγινε ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Ναοῦ καὶ ἐκεῖ τὸ 629 ἔγινε ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἰς τὸν Γολγοθᾶν ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνακτήσει τὸ ἱερὸν παλλάδιον τῆς Χριστιανοσύνης. Τὸ 637 μ.Χ. τὰ Ἱεροσόλυμα κατελήφθησαν ὑπὸ τῶν Ἀράβων καὶ ὁ χαλίφης Ὀμὰρ Χαττάπ, μὲ εἰδικὸν διάταγμα (Συνθήκη Ἀχτιναμὲς) προυφύλαξε τὸν Ναὸν ὑπὸ τὴν καταστροφήν. Ὡστόσο δὲν ἐσυνεχίσθη ἐπ’ ἄπειρον ἡ εἰρηνικὴ ὕπαρξις τοῦ Ναοῦ, καθὼς τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων τοῦ 937 μ.Χ. ἐξαγριωμένοι Ἄραβες ἔκαψαν καὶ κατέστρεψαν τὴν Βασιλικήν, ἐνῶ ἐσύλησαν καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ. Ὁ Ναὸς ἀπεκατεστάθη ἀδείᾳ τοῦ χαλίφου Ἒλ Ράμπ, ὅμως τὸ 966 ἡ ἐκστρατεία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἐναντίον τῶν Ἀράβων ἦτο ἡ ἀφορμὴ διὰ νέας πυρπολήσεις καὶ λεηλασίας τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνεκαινίσθη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Χριστοδούλου καὶ τοὺς διαδόχους του Θωμὰ Β΄, Ἰωσὴφ Β΄ καὶ Ὀρέστη. Ὅμως τὸ 1009 ὁ χαλίφης Ἂλ Χακὴμ διέταξε νὰ κατεδαφισθοῦν ἅπαντα τὰ κτήρια ποὺ εἶχαν ὁλοκληρωθεῖ. Τὸ 1024-1048 μ.Χ. ἐκκίνησε νέα οἰκοδομικὴ φάσις διὰ τὸν Πανάγιον Τάφον καὶ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, ὁπότε καὶ ἀπεκατεστάθη τὸ οἰκοδόμημα. Ἀνωκοδομήθησαν τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον καὶ ἡ Ροτόντα, ὄχι ὅμως καὶ ἡ Βασιλική, ἐνῶ ἐκτίσθη ἀνατολικῶς τῆς Ροτόντας νέος μικρὸς ναός. Αἱ ἐπισκευαὶ ἐσυνεχίσθησαν καὶ ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων τὸ 1099. Τότε ἀνωκοδομήθη ἓν ὑψηλὸν θολοσκέπαστον κτήριον, τὸ ὁποῖον περιέλαβε τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν, τὸν Πανάγιον Τάφον, τὸ σημεῖον Εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ τὰ λοιπὰ μικρότερα ὑπέργεια καὶ ὑπόγεια παρεκκλήσια τοῦ συγκροτήματος. Οὕτως τὸ συγκρότημα ἔλαβεν τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν καὶ τὴν ἐσωτερικὴν διάρθρωσιν ποὺ ἔχει σήμερον. Τὸ 1187 ὁ σουλτάνος Σαλαντὶν κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐλεηλάτησε τὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ, ἔκτισε τὰ παράθυρα τοῦ τρούλλου, ἀφήρεσε τὸν σταυρὸν καὶ κατεδάφισε τὸ κωδωνοστάσιον. Κατόπιν παρεμβάσεων τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἰσαακίου Ἀγγέλου τὸ προσκύνημα ἐπέστρεψε εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ ἀφηρέθη ἐξ αὐτῶν ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων τὸ 1229, ὅτε κατέλαβον τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ἀπηγορεύθη ἡ τέλεσις τῆς θείας λατρείας εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, προνόμιον ποὺ ἐδόθη εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων τὸ 1244, ὅτε ὁ ἡγεμόνας τῆς Αἰγύπτου Σαλὲχ Ἐγιοὺπ ἐξεδίωξε τοὺς Σταυροφόρους. Τὸ 1545 ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀνέλαβε τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, μὲ τὴν προσθήκην καὶ μικροῦ τρούλλου ἀπὸ μολύβι, ἐνῶ ἐπεσκευάσθη καὶ ὁ μέγας τροῦλλος τοῦ Ναοῦ. Ἐπισκευαὶ ἔγιναν ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Λατίνων ἀπὸ τὸν Μάϊον τοῦ 1719 ἕως τὸν Μάρτιον τοῦ 1720. Ὅμως τὸ 1808 μεγάλη πυρκαγιὰ κατέστρεψε μέγα μέρος τοῦ Ναοῦ, τὸ ὁποῖον ἀπεκατεστάθη ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ Ἕλληνος ἀρχιτέκτονος Κομνηνοῦ ἐκ Μυτιλήνης ἐπὶ Πατριάρχου Πολυκάρπου. Παρὰ τὰς ἀντιδράσεις τῶν λοιπῶν Ὁμολογιῶν, τὸ ἔργον ἀποπερατώθη ταχύτατα καὶ τότε κατεσκευάσθη καὶ τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον τοῦ Παναγίου Τάφου, ὡς εἶναι σήμερον, ὑπὸ ἑλληνικὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν καὶ οἰκονομικὴν βοήθειαν.
Ὁ σεισμὸς τοῦ 1834 ἐπέφερε ζημίας εἰς τοὺς τρούλλους τοῦ Καθολικοῦ καὶ τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ εἰς τὸ Ἱερὸν Κουβούκλιον, τὰ ὁποῖα ἀπεκατεστάθησαν συντόμως, ἐνῶ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ ὀκτὼ παράθυρα τοῦ τρούλλου, τὰ ὁποῖα εἶχον κλεισθεῖ τὴν ἐποχὴν τοῦ Σαλαντίν. Ἀπὸ 1867 ἕως 1869 ἀνακατεσκευάσθη ὁ μέγας τροῦλλος τοῦ Παναγίου Τάφου, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποστεῖ διαφόρους ζημίας, ἀρωγῇ τῶν αὐτοκρατόρων Γαλλίας καὶ Ρωσίας καὶ τοῦ Τούρκου σουλτάνου. Ὅμως ὁ σεισμὸς τοῦ 1927, τὰ βλήματα, τὰ ὁποῖα ἔπληξαν τὸν τροῦλλον τὸ 1948 καὶ ἡ πυρκαγιὰ τοῦ 1949 κατέστησαν ἀναγκαία τὴν ἀνακασκευὴν του δαπάναις τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔλυσε ἅπαντα τὰ στατικὰ προβλήματα. Οὕτως ἔγιναν ἐργασίαι συντηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τὸ 1958 κοινῇ συμφωνίᾳ Ὀρθοδόξων, Λατίνων καὶ Ἀρμενίων, καθὼς καὶ τὸ διάστημα 1978-1985 καὶ 1995, ὁπότε καὶ ἔγινε ἡ ἐξωτερικὴ ἐπικάλυψις τῶν τρούλλων μὲ χαλκόν.
|
|
1. Ἱερὰ Λαύρα τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρός ἡµῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασµένου.
|
|
2. α) Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου.
|
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Χοζεβὰ εἶναι μία ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων Ἱερῶν Μονῶν τῆς Παλαιστίνης, σύγχρονος τῶν μεγάλων Μοναστικῶν Κέντρων τοῦ Ἁγίου Σάββα, καὶ τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου τόν 6ον αἰῶνα. Εἰς τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τὴν Ἱεριχὼ μὲ τὴν Ἱερουσαλὴμ, εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας εἶναι ἐκτισμένη ἡ Ἱερὰ Μονὴ Χοζεβά. Πρόκειται διὰ τὸ μοναστήριον τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ, ἐκτισμένον ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τῆς Λαύρας τοῦ Χοζεβᾶ. Ὁ τόπος αὐτὸς θεωρεῖται ἀνέκαθεν ἱερὸς διατελῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Θεοτόκου. Οἱ Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα προσφέροντες θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος ἐξεδιώχθησαν ὡς ἄτεκνοι. Καὶ ἡ μὲν Ἁγία Ἄννα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ τὴς δώσει τέκνον διὰ νὰ τὸ ἀφιερώσῃ εἰς τὸν Ναόν, ὁ δὲ Ἰωακεὶμ κατέφυγε εἰς τὴν ἔρημον, ἐνήστεψε 40 ἡμέρας καὶ νύκτας εἰς τὸ σπήλαιον λέγων «Οὐ καταβήσομαι οὔτε ἐπὶ ποτόν, ἕως ὅτου ἐπισκέψετὲ με Κύριος ὁ Θεός μου καὶ ἔσται μου ἡ εὐχὴ βρῶμα καὶ πόμα». Προσευχόμενος τοῦ ἐφανερώθη Ἄγγελος Κυρίου ἀναγγέλλων τὴν γέννησιν τῆς Θεοτόκου. Πρόκειται διὰ τὸ σπήλαιον, ὅπου ὁ Προφήτης Ἠλίας κατέφυγε κατ' ἐντολὴν Θεοῦ, προκειμένου νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τῆς Ἰεζάβελ, γυναικός τοῦ Ἀχαὰβ, βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ. Ἓν πολύπλοκον οἰκοδόμημα ἀποτελούμενον ἀπὸ τρεῖς ὀρόφους, τό ὁποῖον περιέχει κεντρικὴν Ἐκκλησίαν, παρεκκλήσια, τὴν σπηλιὰν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ἀσκηταριὰ, κελλιὰ, ξενῶνας, βοηθητικοὺς χώρους, αὐλὰς, ὑπόγεια κ.ἂ. Ἡ κεντρικὴ Ἐκκλησία, ἀφιερωμένη εἰς τὴν γέννησιν τῆς Θεοτόκου, «Παναγία Χοζεβίτισσα», εἶναι μονόκλιτος βασιλικὴ μὲ τροῦλον. Εἰς τό βόρειον τμῆμα τοῦ δαπέδου ὑπάρχουν μωσαϊκὰ καὶ ὁ διάκοσμός του ἔχει τὸν βυζαντινὸν δικέφαλον ἀετόν. Τὸ δάπεδον αὐτὸ χρονολογεῖται τὸν 12ον αἰῶνα.
|
Εἰς τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, τὸ μοναστήριον ἀκμάζει ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Τὴν ἰδὶαν χρονικὴν περίοδον τὸ μοναστήριον ἠρίθμει ἄνω τῶν 2.000 μοναχῶν. Ἐκεῖ εἰς τὸ ἀρχαῖον παρεκκλήσιον τοῦ 6ου αἰῶνος εἶναι τοποθετημένος καὶ ὁ Τάφος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Είς τὸν τρίτον ὄροφον τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι ἡ Σπηλιά-Ἐκκλησία τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν ἐκεῖ ἐκρύφθη ὁ Προφήτης Ἠλίας τρεφόμενος ὑπό τοῦ κόρακος. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, τὸ μοναστήριον ἀνῳκοδομήθη εἰς τὴν περιοχὴν, ἡ ὁποία ἦτο ἰδιοκτησία τῶν γονέων τῆς Παναγίας, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννας. Εἰς τοὺς τοίχους καὶ τὴν ὀροφὴν εἶναι ζωγραφισμένα κάποια χριστιανικὰ σύμβολα καὶ ἑκατοντάδες ἐπιγραφαί, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρουν τὰ ὀνόματα καὶ τὴν πατρίδα τῶν ἐνταφιασμένων πατέρων. Τὸ σημερινὸν οἰκοδόμημα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1878 ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τῆς παλαιᾶς Λαύρας τοῦ Χοζεβᾶ. Τὸ ἀρχαῖον παρεκκλήσιον εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τοὺς πέντε Σύρους μοναχοὺς, τοὺς πρώτους ἱδρυτὰς τῆς μονῆς. Τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου πιθανότατα νὰ κατέχῃ σήμερον τὴν θέσιν τῆς πρώτης αὐτῆς ἐκκλησίας. Εἰς τὸ μέσον τοῦ 6ου καί εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 7ου αἰῶνος, τὸ μοναστήριον ἢκμασε, ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ ἐπέφερε φοβερὰς καταστροφὰς εἰς τὸ μοναστήριον καὶ οἱ περισσότεροι μοναχοὶ ἐσφαγιάσθησαν καὶ διεσκορπίσθησαν εἰς τὴν γύρω περιοχήν. Τὸ μοναστήριον μετὰ ἀπὸ ἀλλεπαλλήλους καταστροφὰς ἐπέζησε μὲ ὀλίγους μοναχοὺς μέχρι τὸν 12ον αἰῶνα, ὁπότε ἐπεσκευάσθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ τὸν Κομνηνό. Τὸν 13ον αἰῶνα, ἐγκατελείφθη ὁριστικῶς μέχρι τὴν ἀνακαίνισίν του τὸ 1878 ἀπὸ τὸν Ἕλληνα μοναχὸν Καλλίνικον.
|
|
β) Ἡ Ἱερὰ Μονὴ «Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας» Ἀμοργοῦ
|
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας εὑρίσκεται νοτιοδυτικῶς τῆς Πάτμου εἰς τὴν νῆσον Ἀμοργὸν εἰς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἀνατολικότερον νησὶ τῶν Κυκλάδων. Ἐκτίσθη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 19ου αἰῶνος ἐπὶ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ τοῦ Ραγκαβὰ. Ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν Μονὴν ἔφθασε κατὰ θαυμαστὸν τρόπον εἰς τὸν βράχον τῆς Ἀμοργοῦ, ἀφοῦ τινὲς τὴν ἔριψαν εἰς τὴν θάλασσαν. Μὲ ἀφορμὴν τὴν ἄφιξιν τῆς εἰκόνος ἱδρύθη μονὴ ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ αὐτοκράτορα Ἀλέξιον τὸν Α' τὸν Κομνηνὸν τὸ 1088 μ.Χ., εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθη καὶ ὁ τίτλος τοῦ κτήτορος.
|
Συμφώνως πρὸς ἄλλην παράδοσιν, ἡ ἱερὰ εἰκὼν τῆς Παναγίας μετεφέρθη εἰς τὴν Ἀμοργὸν ἀπὸ μεταναστεύσαντας μοναχούς τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐγκατέλειψαν ἐξ αἱτίας τῶν συνεχῶν διωγμῶν ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους: Ἔτσι ἐδόθη εἰς τὴν Ἁγίαν Εἰκόνα τὸ ὄνομα Χοζοβιώτισσα. Τὸ τοπωνύμιον αὐτὸ ἀποτελεῖ παραφθορὰν τοῦ ὀρθοῦ «Χοζεβιώτισσα» καὶ ἐπικρατεῖ ἀπὸ τὸ 1432 μ.Χ. Ἄξιον λόγου εἶναι τὸ ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς εἰκόνος ἀναφερόμενον τοπωνύμιον, ἐπάνω εἰς τὸ ἀσημένιον κάλυμμα, τό ὁποῖον ἀνάγεται εἰς τὸν 17ον αἰῶνα. Εἶναι Χοζιβίτισσα MP (Μήτηρ) ΘΥ (Θεοῦ). Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ παράδοσις ὅτι οἱ μοναχοὶ, ἐνῶ περνοῦσαν ἀπὸ τὴν Κύπρον ἔπεσαν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τοὺς ἀπέσπασαν τὴν Ἱερὰν εἰκόνα, τὴν ἔσκισαν εἰς δυὸ μέρη καὶ τὴν ἔριψαν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ μοναχοὶ ἐμάζεψαν τὰ κομμάτια καὶ προσπάθησαν νὰ τὰ συγκολλήσουν, ὅταν ξάφνου βλέπουν νὰ ἑνώνονται κατὰ θείαν δύναμιν καὶ νὰ ἀποκαθίσταται ἡ εἰκὼν χωρὶς κανένα σημάδι. Συνεχίζοντες τὴν πορείαν τους ἔφθασαν εἰς τὴν Ἀμοργὸν, ὅπου τοὺς ἔκανε ἐντύπωσιν ἡ ὁμοιότης τοῦ τοπίου μὲ τὴν ἀντίστοιχον περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔκτισαν ἐκεῖ Ἱερὰν Μονὴν εἰς τὸ σημεῖον, ὅπου εὑρίσκεται μέχρι σήμερον.
|
Ἡ Μονὴ, ὅπως εἶναι σήμερον, ἀποτελεῖται ἀπὸ δωμάτια (κελλιά) τῶν μοναχῶν, ἀποθῆκας, βοηθητικοὺς χώρους κ.λ.π.
|
Ἡ Ἁγία εἰκὼν τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας εὑρίσκεται τοποθετημένη εἰς εἰδικῶς κατεσκευασμένον προσκυνητάριον εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ Ναοῦ πλησίον τοῦ εἰκονοστασίου. Ἐπίσης εἰς τὴν Μονὴν φυλάσσονται εἰς εἰδικὰς λειψανοθῆκας λείψανα τῶν Ἁγίων Μηνᾶ, Ἀρτεμίου, Εὐστρατίου, Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, Μεγάλου Βασιλείου, Γεωργίου, Χαραλάμπους καὶ Παντελεήμονος. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ ὑψηλότερον σημεῖον μέσα εἰς κοίλωμα βράχου, τιμᾶται ἐπ' ὀνόματι τῶν εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τήν 21ην Νοεμβρίου.
|
|
3. Ἱερὰ Μονὴ Σαρανταρίου Ὄρους ἢ Πειρασμοῦ.
|
Τὸ μοναστήριον εἶναι ἐκτισμένον εἰς τὸ Σαραντάριον Ὄρος, δυτικῶς τῆς Ἱεριχοῦς. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν κεντρικὴν ἐκκλησίαν, ἀφιερωμένην εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν, τὸ Παρεκκλήσιον-Προσκύνημα, μίαν φυσικὴν σπηλιάν, ἕνα στενόμακρον διάδρομον μὲ δώματα ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν. Τὸ ὄρος αὐτὸ εἶναι πλῆρες σπηλαίων, εἰς τὸ ὁποῖον ἠσκήτευον ἄλλοτε πολυάριθμοι ἀναχωρηταί, ἕν ἐκ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται εἰς τὴν δυτικὴν γωνίαν τοῦ ὅρους, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ εἴσοδος διαφέρει ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῶν ἄλλων καὶ λέγεται πὼς εἶναι τὸ σημεῖον τοῦ Πειρασμοῦ. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ἐνταῦθα ἐνήστεψε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐκεῖ ἐπειράχθη ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸν αὐτὸ πηγάζει καὶ ἡ ὀνομασία τοῦ μοναστηρίου. Εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ὄρους ἀπαντᾶμε τὰ ἐρείπια μικροῦ φρουρίου, τὸ ὁποῖον ἀνῳκοδομήθη ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου, τοῦ γαμβροῦ τοῦ Σίμωνος τοῦ Μακκαβαίου καὶ ἔχει τὸ ὄνομα Δώκ. Ἐνταῦθα ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Χαρίτων τὸ 340 μ.Χ. Λαύρα, τὴν ὁποίαν ὠνόμασε Λαύρα Δοκά, ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς κορυφῆς. Τό μοναστήριον κατεστράφη ὑπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐπανεκτίσθη τὸν 12ον αἰῶνα.
|
|
4. Ἱερὰ Μονὴ Μάρθας καὶ Μαρίας ἐν Βηθανίᾳ.
|
Ἡ διὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ δικαίου Λαζάρου εἰς ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς γνωστὴ κωμόπολις Βηθανία κεῖται ἀνατολικῶς τοῦ Ὂρους τῶν Ἐλαιῶν. Κατοικεῖται ὑπὸ Μωαμεθανῶν Φελλάχων καὶ καλεῖται ὑπ' αὐτῶν Ἀζαρίε. Εἰς αὐτὴν κεῖται ὁ τάφος τοῦ Λαζάρου. Τεσσαράκοντα περίπου μέτρα πρὸς μεσημβρίαν τοῦ τάφου τοῦ Λαζάρου ὑπάρχουν ἕτερα ἐρείπια, εἰς τὰ ὁποῖα λέγεται ὅτι ἦτο ὁ οἶκος τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, ἐπὶ τῶν ὁποίων παλαιὰ ὑπῆρχε ναός. Πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ δὲ μέρη (200 περίπου μέτρα) τῆς Βηθανίας, παρὰ τὴν ὁδὸν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ὑπάρχει βράχος ἔχων σχῆμα ράχεως ὄνου. Ἐπὶ τούτου τοῦ βράχου λέγεται ὅτι ἐκάθησεν ὁ Σωτὴρ ἡμῶν πρὶν εἰσέλθῃ εἰς τὴν κωμόπολιν καὶ ἐκεῖ ἀφοῦ Τὸν συνήντησε ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μάρθα ἔπεσε εἰς τοὺς πόδας Αὐτοῦ λέγουσα: «εἰ ἢς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός». Τὸν βράχον αὐτὸν οἱ Ἄραβες ὀνομάζουν Χμάρ-Ἄζαρ (Ὄνος τοῦ Λαζάρου).
|
|
5. Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων
|
Τὸ ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων Μοναστήριον τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων σχεδὸν βρέχεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου καὶ εἶναι ἐκτισμένον εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ γηλόφου τῆς Ἀνδρομέδος. Τὸ Μοναστήριον, λόγῳ τῆς θέσεὼς του εἰς τὸν κύριον λιμένα τῆς Παλαιστίνης, εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἰόππης, παρεῖχε τὴν δυνατότητα φιλοξενίας εἰς ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς προσκυνητὰς, οἱ ὁποῖοι κατέφθαναν κατὰ χιλιάδας κάθε χρόνον, προερχόμενοι ἀπό ὅλας τὰς Ὀρθοδόξους χώρας, τὴν Ἑλλάδαν, τὴν Κύπρον, τὴν Σερβίαν, τὴν Βουλγαρίαν, τὴν Ρουμανὶαν καὶ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὴν Ρωσσίαν. Ἔμπροσθεν αὐτοῦ τοῦ διαχρονικοῦ γεγονότος, τὸ Μοναστήριον τῶν Ἀρχαγγέλων, διὰ νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν ἀποστολὴν τῆς φιλοξενίας καὶ διευκολύνσεως τῶν προσκυνητῶν, ἐπεδιορθώθη καὶ ἐκαλλωπίσθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Κύριλλον τὸν Β΄ τὸ 1852.
|
Ὅλοι οἱ προσκυνηταὶ, ὑποχρεωτικῶς φθάνοντες εἰς τὸν λιμένα, παρέμενον εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτό, ἀφοῦ πρῶτον παρουσιάζοντο εἰς τὸν ἡγούμενον τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὁ πρῶτος ἡγούμενος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, λόγῳ τοῦ μεγάλου ποιμνίου ὅπου εἶχε ἡ Ἰόππη, ἀλλὰ καὶ τῆς μεγάλης ἀποστολῆς νὰ ἀποδέχεται αὐτὸς πρῶτος τοὺς ἀνὰ τὸν κόσμον εὐγενεῖς προσκυνητὰς, οἱ ὁποῖοι κατέφθαναν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν νὰ προσκυνήσουν τὰ θεοβάδιστα μέρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἀναπαύοντο εἰς τὸ Μοναστήριον, μετὰ ἀπὸ ἕν κοπιῶδες θαλασσινὸν ταξίδι, τότε σχηματίζοντες ὁμάδας προσκυνητῶν ἀναχωροῦσαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὴν συνοδείαν καβάσηδων, διὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὴν Ἱερὰν ἀποδημίαν πεζοί διὰ ἕν ὁλόκληρον ἑξάμηνον. Καὶ ἀφοῦ ὁλοκλήρωναν τὴν ἱερὰν ἀποδημίαν, ἐγύριζαν καὶ πάλι εἰς τὸ Μοναστήριον, διὰ νὰ πάρουν τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς μὲ τὸ πρῶτον καράβι, τό ὁποῖον εὕρισκον εἰς τὸν λιμένα τῆς Γιάφφας, ἔμπροσθεν τῆς Μονῆς, ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν πατρίδα τους καθηγιασμένοι ἀπὸ τὰ σεβάσματα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνην, τὸν Τάφον τοῦ Χριστοῦ, τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν, τὸ Σπήλαιον τῆς Γεννήσεως, κ.ἂ.
|
Ἐκτὸς τοῦ σκοποῦ τῆς φιλοξενίας τήν ὁποίαν εἶχε ἀναλάβει τὸ Μοναστήριον πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, ἐπιτελοῦσε παραλλήλως καὶ ἕναν ἄλλον σπουδαῖον ρόλον. Ἦτο τὸ πνευματικὸν κέντρον τῆς πολυαρίθμου ὀρθοδόξου κοινότητος τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, τὸ ὁποῖον ἀριθμοῦσε γύρω εἰς τοὺς 35.000 ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ξάφνου, ὅμως, μὲ τὴν ἵδρυσιν τοῦ Ἰσραὴλ (1948) ἔπεσε ἐν μέρει εἰς ἀδράνειαν. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία αὐτοῦ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου λόγῳ τῶν γεγονότων τῶν πολέμων, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν, ἠναγκάσθη νὰ ἀποδημήσῃ, ὁ δὲ λιμὴν τῆς Γιάφφας, μετὰ ἀπὸ τρισχιλιετῆ λειτουργίαν, περιῆλθε εἰς ἀχρηστίαν καὶ ἔκλεισε, ἀφοῦ ἤνοιξε εἷς ἄλλος νέος καὶ σημαντικός, ὁ λιμὴν τῆς Χάϊφας καὶ τὸ διεθνὲς ἀεροδρόμιον τοῦ Τὲλ Ἀβίβ. Ἐπὶ πλέον, ὁ περίλαμπρος ναὸς τῆς Μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων ὁ ὁποῖος ἦτο, ὅπως μαρτυρεῖται, ἀπαραμίλλου κάλλους, τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1961, διὰ ἀγνώστους λόγους, πῆρε φωτιὰ καὶ κατεστράφη ὁλοσχερῶς. Ὕστερον καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ καθοριστικὸν γεγονὸς, σταδιακῶς ἡ Μονὴ ἐρημώθη καὶ ἔφθασε κτηριακῶς εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, διδοῦσα ἐξωτερικῶς τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἐρειπωμένου κτηριακοῦ συγκροτήματος. Παρέμεινε, ὡστόσο, εἰς αὐτὴν μόνον ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος ἐκτελοῦσε καὶ καθήκοντα ἐφημερίου εἰς τὸν ὀρθόδοξον κοινοτικὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἰόππης. Τὸ Μοναστήριον εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν παρέμεινε μέχρι τὸ 1994, ὁπότε ξεκινᾶ νέα προσπάθεια ἀνακαινίσεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν σημερινὸν ἡγούμενον τῆς Μονῆς Ἀρχιμαδρίτην Δαμασκηνόν, πιστὸν τηρητὴν τῆς παραδόσεως τῶν Ἁγιοταφιτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι οἰκοδομοῦν οἱ ἴδιοι πολλὰς φορὰς μὲ τὸν ἱδρώτα τους καὶ μὲ τὸν κόπον τους τὰ πανάγια Προσκυνήματα. Ὁ Θεὸς ᾠκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα ὥστε ὁ πατήρ Δαμασκηνὸς ἐδυνήθη νὰ ἐξασφαλίσῃ τὸ ἀπαιτούμενον ποσὸν τῶν 500.000 δολλαρίων, τό ὁποῖον προήρχετο ἀπὸ κληρονομίαν τῆς θετῆς του μητρός, κυρίας Ματίνας Δαρίβα, καταγομένης ἀπὸ τὴν Κηφισιὰν Ἀττικῆς. Ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀναφερθῇ ὅτι ὁ ναὸς τῶν Ἀρχαγγέλων ἐκτίσθη εἰς χρονικόν διάστημα ἓξ μηνῶν. Βεβαίως, μετὰ τὴν ἀνακαίνισιν τῆς ἐκκλησίας, αἱ ἀνακαινιστικαί ἐργασίαι ἐστράφησαν πρὸς τοὺς ὑπολοίπους χώρους τῆς Μονῆς (κελλιὰ, συνοδικόν, ἀρχονταρίκι, δικαστικὴν αἴθουσαν τῆς ὀρθοδόξου κοινότητας, ἐξωραϊσμόν, κ.λ.π.)
|
|
6. Ἱερά Μονή Ἁγίου Εὐθυµίου
|
Ἀνατολικῶς τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν ἔρημον εὑρίσκονται τὰ ἐρείπια τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου περίπου 17 χιλιόμετρα νοτίως τῆς ὁδοῦ Ἱεροσολύμων –Ἱεριχοῦς.
|
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κατήγετο ἀπὸ τὴν Μελιτήνην τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας, ἐγεννήθη τὸ 377 μ.X. καὶ τὸ 406 εἰς ἡλικίαν 29 ἐτῶν ἦλθε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους ὅπου παρέμεινε εἰς σπήλαιον τῆς πόλεως Φαρᾶν διὰ πέντε χρόνια. Τὸ 411 ἀναζητῶν μεγαλυτέραν ἡσυχίαν κατέφυγε μὲ τὸν συνασκητὴν του Θεόκτιστον εἰς μίαν ἄλλην ἐρημικὴν τοποθεσίαν, εἰς τὰ σπήλαια τοῦ χειμάρρου wadi Mukellik. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου ἐξαπλώνεται καὶ πολλοὶ μοναχοί, κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν καὶ σκηνίται Ἄραβες ἔρχονται νὰ τὸν συναντήσουν. Ὁ Ἃγιος νουθετεῖ καὶ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς των. Μεταξὺ τῶν θεραπευθέντων εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Σαρακηνοῦ φυλάρχου Ἀσπέβετου, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ παράλυσιν. Ὁ Ἀσπέβετος καὶ ὁλόκληρος ἡ φυλή του, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐβαπτίσθησαν καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Ὁ Ἀσπέβετος μὲ τὴν προτροπὴν τοῦ Ἁγίου ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος, γνωστὸς ὡς Πέτρος ἐπίσκοπος Παρεμβολῶν καὶ ἦτο ὁ πρῶτος Ἄραψ ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε τοὺς Ἄραβας σκηνίτας τῆς περιοχῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τῆς Ἐφέσου τὸ 431 μ.Χ. Κινούμενος ἀπὸ εὐγνωμοσύνην ὁ Ἀσπέβετος-Πέτρος κτίζει εἰς τὴν περιοχὴν Khan el Ahmar τὰς βασικοτέρας οἰκοδομὰς τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ἡ ὁποία ἔφθασε εἰς μεγάλην ἀκμὴν μὲ τὴν σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος τὸ 451 μ.Χ., ὁπότε μὲ τὴν φωτεινὴν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου γίγνεται τὸ κάστρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνην.
|
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἀπεβίωσε τὸ 473 μ.Χ. εἰς ἡλικίαν 97 ἐτῶν, ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολὴν νὰ μετατραπῇ ἡ Λαύρα αὐτὴ εἰς Κοινόβιον. Εἰς διάστημα ἑπτὰ ἐτῶν ἀπὸ τὸν θάνατόν του, τὸν χῶρον τῆς Λαύρας κατέλαβε ἕν σύγχρονον κοινόβιον, περιτειχισμένον, τὸ ὁποῖον περιελάμβανε μίαν εὐρύχωρον Ἐκκλησίαν, κοιμητήριον, κοινὴν τράπεζαν, μαγειρεῖον, πολλὰ κελλιά, σταύλους, ἕνα πύργον, μεγάλας δεξαμενὰς νεροῦ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους. Αἱ ἐργασίαι αὐταί ἔγιναν μὲ ἐντολὴν τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ διακόνου Ἱεροσολύμων Φειδίου. Τὸ Μοναστήριον εἰς τὸν μακραίωνον βίον του, ὀκτὼ περίπου αἰώνων, κατεστράφη πολλὰς φορὰς ὑπὸ βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ ὑπὸ σεισμῶν. Τὸ 616 ὑπὸ τῶν Περσῶν, τὸ 637 ὑπὸ τῶν Ἀράβων, τὸ 659 καὶ 747 ὑπὸ σεισμῶν, τὸ 1009 ὑπὸ τοῦ Χαλίφου Χακὶμ καὶ τέλος τὸ 1260-70 ὑπὸ τοῦ Κιρκασίου Μαμελούκου Σουλτάνου Baibars al Malek az-Zahir. Κατά τοὺς αἰῶνας, οἱ ὁποῖοι ἠκολούθησαν, τὸ μοναστήριον κατοικεῖται πότε ἀπὸ μοναχοὺς καὶ πότε ἀπὸ ἀραβικὰς φυλὰς, οἱ ὁποῖοι κατὰ καιροὺς ἐξουσιάζουν τὴν περιοχήν.
|
Ἡ ταύτισις τῆς τοποθεσίας Khan el Ahmar μὲ τὴν Μονὴν συμπίπτει μὲ τὴν περιγραφὴν, τὴν ὁποίαν δίδει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, καὶ μὲ τὰς ἀρχαιολογικὰς ἀνασκαφὰς, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν εἰς τὴν περιοχήν. Ἀνασκαφαὶ εἰς τὰ ἐρείπια τῆς μονῆς ἔγιναν τὰ ἔτη 1928-1930 ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ Derwas J. Chitty ἐκ μέρους τῆς Βρεττανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Σχολῆς Ἱεροσολύμων. Τότε ἐκαθαρίσθη μέρος τοῦ κυρὶως ναοῦ καὶ τοῦ κοιμητηρίου. Κατὰ τὰ ἔτη 1976-79 ἔγιναν νέαι ἀνασκαφαί ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ Δρ. Γιάννη Μεϊμάρη ἐκ μέρους τοῦ τμήματος Ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἰσραήλ, ὁπότε ἀνεσκάφησαν καὶ ἐμελετήθησαν πέραν τῶν προαναφερθέντων χώρων τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κοιμητηρίου ἓξ ἐπιπλέον τάφοι ἐντὸς τοῦ κεντρικοῦ θαλάμου, εἷς δεύτερος νεκρικὸς θάλαμος, δυτικῶς τοῦ κεντρικοῦ, εἷς μικρότερος καμαροειδὴς θάλαμος βορείως τῆς προθέσεως τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, μία μεταγενεστέρας περιόδου Τράπεζα τῆς μονῆς καὶ οἱ χῶροι ἐντὸς τοῦ βορείου τείχους κοντὰ εἰς τὴν σημερινὴν κεντρικὴν εἴσοδον τῆς μονῆς.
|
Ἐκαθαρίσθησαν ἐπιφανειακῶς εἷς μικρὸς πύργος δυτικῶς τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, ἐπάνω εἰς τὴν γραμμὴν τοῦ δυτικοῦ τείχους, αἱ αὐλαὶ βορείως καὶ νοτίως τοῦ Κοιμητηρίου καὶ εἷς χῶρος εἰς τὴν νοτιοανατολικὴν πλευράν, ἔξωθεν τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον ἐνισχύθησαν ἀρκετοὶ τοῖχοι βασικῶν κτισμάτων καὶ συνετηρήθησαν, ἀφοῦ πρῶτον ἀπεκαλύφθησαν τὰ ψηφιδωτὰ δάπεδα καὶ τὸ μαρμαροθέτημα τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα τελικῶς ἐσκεπάσθησαν μὲ ἄμμον διὰ νὰ προστατευθοῦν. Εὑρέθησαν ἀρκετὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη, κομμάτια ἀπὸ τοιχογραφίας διαφόρων ἐποχῶν, γύψινοι ὑποδοχαί ὑαλοπινάκων, ἕνας ἀκέραιος ὑαλοπίνακας καί ἀρκετὰ ὑάλινα θραύσματα. Ἐπίσης εὑρέθησαν ὄστρακα ἀπὸ μαγειρικὰ σκεύη, λυχνάρια κ.λ.π.
|
Ἀπὸ τὰς ἀνασκαφὰς τῶν ἐτῶν 1928-1930 καὶ 1976-79 πιστεύουμε, ὅτι ἀπὸ τὰ οἰκοδομήματα τῆς λαύρας ἔχουν ἐντοπισθεῖ: ὁ χῶρος εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκετο τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου, τὸ δάπεδον τοῦ ἀρχικοῦ εὐκτηρίου οἴκου, μία δεξαμενὴ καὶ μία ἀποθήκη σίτου, ἀνατολικῶς τοῦ χώρου τῶν ἀνασκαφῶν, ἴσως δὲ καὶ ὁ πρῶτος τάφος τοῦ Ἁγίου. Ἐκ τῶν οἰκοδομημάτων τοῦ Κοινοβίου, τά ὁποῖα ἐκτίσθησαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς χώρους τῆς Λαύρας ἔχουν ἐντοπισθεῖ: τό Koιμητήριον, οἱ βασικοὶ τοῖχοι τῆς Ἐκκλησίας, δυὸ καμαρωτοὶ τάφοι, κάτω ἀπὸ τὴν πρόθεσιν καὶ βορείως τῆς προθέσεως, ὁ πύργος τῆς Μονῆς, τὸ θυρωρεῖον, ἀρκετὰ δωμάτια, καὶ τὸ κάτω μέρος τοῦ ἐξωτερικοῦ τείχους σὲ ὅλας σχεδὸν τὰς πλευρὰς του. Ἀπὸ μεταγενεστέρας περιόδους ἔχουν εὑρεθεῖ : λείψανα παρεκκλησίου ἐπάνω ἀπὸ τὸ κοιμητήριον, μέρη τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, μεγάλαι δεξαμεναί νεροῦ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς, μία τράπεζα, μέγα μέρος τοῦ βορειοδυτικοῦ τείχους μὲ τὴν ἐξωτερικὴν πύλην, πολλοὶ διαχωριστικοὶ καὶ ἐνισχυτικοὶ τοῖχοι, κλίμακες, διάδρομοι καὶ καμάρες ἑνὸς λαβυρινθώδους συγκροτήματος, τὸ ὁποῖον ὅμως, ἐὰν δὲν καθαρισθῇ πλήρως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαβασθῇ ἀρχιτεκτονικῶς καὶ νὰ προσδιορισθοῦν αἱ χρονολογικαὶ φάσεις τῆς λειτουργίας του.
|
Yianns E. Meimaris
The Monastery of saint Eythymios the Great at Khan- Ahmar in the Wilderness of Jydaea: Rescye excavatios and basic protection Measyres, 1976-1979 Athens 1989
|
|
Ἐν Ἱεροσολύμοις:
|
|
1. Ἱερά Μονή Ἀβραάµ.
|
Ἐφηµέριοι, οἱ τοῦ Παναγίου Τάφου.
|
|
2. Ἱερά Μονή Ἁγίου Χαραλάµπους.
|
|
3. Ἱερά Μονή Τιµίου Προδρόµου.
|
|
4. Ἱερά Μονή Ἀρχαγγέλων.
|
|
5. Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικολάου.
|
|
6. Ἱερά Μονή Ἁγίων Θεοδώρων.
|
|
7. Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου Ἑβραϊκῆς.
|
|
8. Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου Νοσοκοµείου
|
|
9. Ἱερά Μονή Ἁγίου Βασιλείου.
|
|
10. Ἱερά Μονή Ἁγίας Αἰκατερίνης.
|
|
11. Ἱερά Μονή Ἁγίου Σπυρίδωνος.
|
|
12. Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικοδήµου.
|
|
13. Ἱερά Μονή Πραιτωρίου.
|
|
14. Ἱερά Μονή Ἁγίας Ἄννης.
|
|
15. Ἱερά Μονή Ἁγίου Συµεών εἰς Καταµόνας.
|
Εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται ὁ λόφος Καταμόνας, ἡ ὀνομασία τοῦ ὁποίου ἀνάγεται εἰς τὸ ἑλληνικὸν κατά-μόνας, ἐπειδὴ εὑρίσκετο μακρυὰ ἀπὸ τὸ κέντρον τῆς πόλεως. Ὁ λόφος αὐτὸς ἐταυτίσθη συμφώνως πρὸς τὰς παραδόσεις μὲ τὸν τόπον τῆς ταφῆς τοῦ Δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου. Ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἦτο ἀνὴρ εὐλαβὴς καὶ δίκαιος καὶ εἷς ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα μεταφραστὰς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ ὁποῖος ἐστάλη μαζὶ μὲ ἄλλους εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου. Ἐκεῖ μεταφράζων τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴν εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἐπέστησε τὴν προσοχήν του εἰς τὸ χωρίον τοῦ προφήτου Ἠσαΐα: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἕξει ἐν γαστρὶ καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». Τὸ χωρίον τοῦτο διατάραξε τὴν διάνοιαν τοῦ εὐλαβοῦς Συμεών, ὁ ὁποῖος κυριεύθη ὑπὸ πολλῶν ἐνδοιασμῶν, μᾶλλον ὑπὸ δυσπιστίας. Διὰ αὐτὸν τὸν λόγον ἔριψε τὸ δακτυλίδι του εἰς ποταμόν, λέγων ὅτι ἂν τὸ εὕρισκε, θὰ πίστευε τὰ γραφόμενα ὑπὸ τοῦ προφήτου. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ὅταν διανυκτέρευσε σὲ κάποια μικρὴ πόλιν καὶ ἀγόρασε ἕναν ἰχθὺ, διὰ νὰ φάῃ μὲ τοὺς συντρόφους του ηὖρε τὸ δακτυλίδι του ἐντὸς τῆς κοιλίας τοῦ ἰχθύος. Τότε ἐκαθάρισε ἡ διάνοιά του ἀπὸ κάθε ἀμφιβολίαν καὶ ἠκολούθησε τὸν δρόμον πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατώκησε ἐκεῖ. Συμφώνως πρὸς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Δίκαιος Συμεών, γνωρίζων διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Μεσσία παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ ἔχῃ τὴν ἀξίωσιν νὰ τὸν δῇ πρὶν τὸν βρῇ ὁ θάνατος, «μὴ ἰδεῖν θάνατον, πρὶν ἢ ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου». Ἡ παράκλησίς του εἰσηκούσθη καὶ ἦταν αὐτός, ὁ ὁποῖος ὑπεδέχθη τὴν Παναγίαν μὲ τὸ θεῖον βρέφος εἰς τὸν Ναὸν λέγων τὸ «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…» (Λουκ.2:25-32). Ἀφοῦ εἶδε τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, «ὃ ἠτοίμασεν κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν», καὶ ηὐλόγησε τοὺς γονεῖς τοῦ τέκνου ὁ ἅγιος καὶ δίκαιος Συμεών, ἀμέσως ἀναπαύθη ἐν Κυρίῳ εἰς ἡλικίαν 270 ἐτῶν καὶ ἐτάφη εἰς τὸν τάφον του. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸ ἱερὸν λείψανον μεταφέρθη, κατὰ τὴν ἀνακομιδήν του, εἰς τὸν ἱερὸν ναόν, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνεγείρει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστιανιανὸς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν ἐπάνω εἰς τὸν λόφον ἦτο ἡ οἰκία τοῦ δικαίου καὶ εὐσεβοῦς Συμεών. Ἐντὸς τοῦ κήπου του ὑπῆρχαν καὶ οἱ τάφοι τῆς οἰκογενείας του, ὅπως ἦτο ἡ συνήθεια τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἀρχαίων λαῶν τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Συρίας. Τὸν 12ον αἰῶνα ἐκτίσθη τὸ πρῶτον μοναστήριον καὶ ἐκκλησία εἰς τὸν λόφον τοῦ Καταμόνας ἀπὸ τοὺς Ἴβηρας μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπεσκεύασαν πάνω εἰς τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια τοῦ Καταμόνας τὸν ἱερὸν ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου. Μετὰ ἐρειπώθησαν διὰ πολλοὺς αἰῶνας καὶ μόλις τὸν 19ο αἰῶνα ἀγόρασε τὰ ἐρείπια καὶ ἀρκετὰ μεγάλην περιοχὴν τῆς Μονῆς Καταμόνας ὁ μοναχὸς Ἀβράμιος ἀπὸ τὴν Μάδυτον. Ὁ φιλόπονος καὶ φιλόκαλος μοναχὸς ἐργάστηκε σκληρὰ διὰ εἴκοσι ἕν ἔτη, ὥστε νὰ ἀνακατασκευάσῃ τὸν Ἱερὸν Ναὸν καὶ τὸν εὐκτήριον οἶκον. Ἐπίσης κατασκεύασε μαγειρεῖον, ἀποθήκας καὶ καλλιέργησε τὸν κῆπον. Τὸ ἔτος 1879 ὁδηγήθη ὁ Ἀβράμιος ὑπὸ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν καὶ ἠξέτασε τὸ προαύλιον τοῦ ἀρχαίου πύργου μετὰ μεγίστης ἐπιμέλειας διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου. Καὶ πράγματι ἀνασκάπτων εὑρίσκει τοὺς τάφους κάτω λαξευμένους ἐντὸς τοῦ βράχου. Ἐπειδὴ ὅμως ἦσαν πλήρεις λίθων καὶ χωμάτων, τοὺς ἐκαθάρισε καὶ τοὺς ἔκανε μεγάλην εἴσοδον. Οἱ τάφοι αὐτοί, ἂν καὶ ἦσαν ἔξωθεν τοῦ πύργου, ἔχουν ἤδη συμπεριληφθεῖ ἐντὸς αὐτοῦ, μὲ πρόσθετον νέον τοῖχον καὶ ὠκοδομήθη καὶ ναὸς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Συμεών, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἤδη καὶ οἱ τάφοι. Ἐντός τῆς ἐκκλησίας σήμερον ὁ προσκυνητὴς δύναται νὰ δῇ λαξευμένον ἐπάνω εἰς φυσικὸν βράχον τὸν Τάφον τοῦ Δικαίου. Ἕως σήμερον σώζονται λαξευμέναι πέτραι τοῦ παλαιοῦ κτηρίου, οἱ πέριξ τοῦ κτηρίου διάφοραι ὑπόγειαι δεξαμεναὶ (στέρναι) καὶ πολλὰ τεμάχια τοῦ ἐδάφους ἐστρωμένα μὲ ψηφίδας, τὰ ὁποῖα εἶναι τεκμήρια τῶν μεγαλοπρεπῶν οἰκοδομῶν, ποὺ χτίστηκαν κατὰ τὴν χριστιανικὴν ἐποχήν. Εἰς τὸ εἰκονοστάσιον ὑπάρχουν τρεῖς εἰκόνες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία παριστάνει τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον Συμεὼν νὰ ἑρμηνεύῃ τὸ «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἕξει ἐν γαστρὶ καὶ τέξεται υἱόν», ἡ ἄλλη παρουσιάζει τὸν Θεοδόχον νὰ ρίπτῃ τὸ δακτυλίδι του ἐντὸς τοῦ ποταμοῦ καὶ ἡ τρίτη νὰ τὸ εὑρίσκῃ ἐντὸς τῆς κοιλίας τοῦ ψαριοῦ. Τὸ ἔδαφος ὄλου τοῦ Ναοῦ εἶναι μαρμαροστρωμένο ὑπὸ λευκοῦ καὶ κόκκινου μαρμάρου, ἐνῶ τοῦ παρεκκλησίου τὸ ἔδαφος εἶναι πλακόστρωτον καὶ συνδέεται μὲ τὸν βράχον εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται οἱ τάφοι. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Συμεών: «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος. Ὁ τοῦ νόμου δοτήρ, νόμῳ ὑποτέτακται, καὶ νόμον νῦν ἐκπληρῶν, ναὸς προσφέρεται, χερσὶ δὲ πρεσβυτικαῖς, ὑπὸ Παρθένου μητρὸς ἐπιδίδοται, ὃν ἐν ἀγκάλαις λαβών, ὁ Συμεὼν ἐξαιτεῖται ἀπόλυσιν, κραυγάζων. Οἱ ὀφθαλμοί μου εἶδον τὸ σωτήριόν σου, τὸ κεχρηματισμένον, ἐν ἐμοὶ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος. Σήμερον ἡμῖν ἀνοίγονται, οὐρανῶν αἱ πύλαι, ὁ γὰρ πάντων Κύριος, Υἱὸς καὶ Λόγος Θεοῦ, ἀρχὴν λαβὼν χρονικήν, ὡς βρέφος ἐν τῷ ναῷ, ὑπὸ μητρὸς ἀπειράνδρου εἰσάγεται, καὶ ἐν χερσὶ γηραιαῖς,ὁ Συμεὼν ὁ πρεσβύτης εἰσδέχεται, κράζων. Νῦν μὲ ἀπόλυσον. Eἶδον γὰρ σὲ Δέσποτα, τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, καὶ λαοῦ σου τὸ σωτήριον…»
|
|
16. Ἱερά Μονή Τιµίου Σταυροῦ.
|
|
17. Ἱερά Μονή Ἁγίου Ὀνουφρίου.
|
|
18. Ἱερά Μονή Ἁγίας Σιών.
|
Ἔνθα στεγάζεται ἡ Πατριαρχική Σχολή.
|
|
19. Ἱερά Μονή Ἁγίου Στεφάνου.
|
|
20. Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήµονος.
|
|
21. Ἱερά Μονή Ἀναλήψεως.
|
|
22. Ἱερά Μονή Ἁγίου Μοδέστου
|
|
Γυναικεῖαι:
|
|
23. Ἱερά Μονή Μεγάλης Παναγίας.
|
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῶν «Σπουδαίων Μοναχῶν», ὃπως ἐσημειώθη, ἐκτίσθη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ἠλία, κατά τά ἒτη 494-516 εἰς τόν τόπον, ὅπου συμφώνως πρὸς τήν παράδοσιν ἵστατο ἡ Θεοτόκος μετά τῶν ἂλλων γυναικῶν καί εἶδε μετ' αὐτῶν τήν Σταύρωσιν τοῦ Υἱοῦ της καί Κυρίου ἠμῶν ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ. Ἔλαβεν δέ τήν ἐπωνυμίαν «Μεγάλη Παναγιά» ἐκ τοῦ γεγονότος-πάντοτε κατά τήν Παράδοσιν—ὅτι ἡ Πάναγνος μήτηρ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, βλέπουσα νά ὑψώνεται ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ μονογενής Της, ἒκραξε ἐν σπαραγμῷ φωνῆ μεγάλη τῇ ρομφαίᾳ τῆς λύπης κεντουμένη μητρῷα σπλάχνα. Ἡ Μονή ἒφερε τήν ὀνομασίαν «Μονή τῆς Ὁδηγητρίας».
|
Τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ἀνηγέρθη ἡ Μονή, οἱ μοναχοί «τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως» ἢ «Σπουδαῖοι Μοναχοί» ἢ «Φύλακες τοῦ Παναγίου Τάφου» ἔζων διεσπαρμένοι εἰς τὰς οἰκοδομὰς πλησίον τοῦ Πύργου τοῦ Δαυΐδ καί ἐπί τοῦ λόφου τῆς Σιών. Διὰ αὐτὸ καί ὁ Πατριάρχης Ἠλίας ἐπιθυμῶν νά συγκεντρώσῃ αὐτοὺς εἰς Κοινόβιον, πλησίον τοῦ Παναγίου Τάφου καί τοῦ ἐπισκοπείου τῶν Ἱεροσολύμων, ἀνήγειρεν διὰ αὐτοὺς τὴν Μονὴν τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποίαν καὶ ὠνόμασεν «Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου τῶν Σπουδαίων», καθὼς μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης γράφων «…ὃστις πατριάρχης Ἠλίας ᾠκοδόμησεν μοναστήριον πλησίον τοῦ ἐπισκοπείου καί ἐν αὐτῷ περισυνήγαγεν τοὺς τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως σπουδαίους εἰς τοὺς περὶ τὸν πύργον τοῦ Δαυΐδ τόπους διεσπαρμένους, κελλία ἑκάστῳ αὐτῶν διανείμας πᾶσαν σωματικήν ἀνάπαυσιν ἒχοντα...» Τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ της ἐτελέσθησαν ὑπ' αὐτοῦ τήν 11ην Αὐγούστου τοῦ ἒτους 494.
|
Σπουδαῖοι Μοναχοί ὠνομάζοντο οἱ ἀποτελοῦντες τό ἰδιαίτερον ἐκεῖνον μοναχικόν τάγμα, τό ὁποῖον εῖχε ὡς ἒργον του τήν διακονίαν τῶν Ναῶν τῶν παθημάτων τοῦ Σωτῆρος, ἤτοι τοῦ Γολγοθᾶ καί τοῦ Παναγίου Τάφου, καθὼς καί τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς ἀδιάλειπτον προσευχὴν. Διὰ τῆς ἀνεγέρσεως τῆς Μονῆς τῆς «Μεγάλης Παναγίας» καὶ τῆς συγκεντρώσεως αὐτῶν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἠλίαν, τό μοναχικόν αὐτό τάγμα ἐτέθη ἒκτοτε ὑπό τήν ἂμεσον ἐποπτείαν, προστασίαν καί κηδεμονίαν τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
|
Συμφώνως πρὸς τὸ Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ ἒτους 1122, οἱ Σπουδαῖοι Μοναχοί ἐλάμβανον ἐνεργὸν μέρος εἰς τὰς τελετὰς τοῦ πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ τυπικόν γράφει λεπτομερῶς τά καθήκοντα αὐτῶν.
|
Ὁ πατριάρχης Ἠλίας, παρά τήν ἐπιθυμίαν του νά ἐπεκτείνῃ τήν Μονήν, δέν ἐδυνήθη, διότι ἐστερεῖτο τῶν οἰκονομικῶν μέσων. Ὅπως ἀναφέρει τό Ἱεροσολυμιτικόν Κανονάριον «ἂγνωστός τις προσελθὼν προσέφερεν ἑαυτῷ ποσὸν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα χρυσῶν νομισμάτων καὶ διὰ τοῦ ποσοῦ τούτου ἠγόρασεν τὰ παρακείμενα κτήματα καὶ κατέστησεν αὐτὰ ξενοδοχεῖον διὰ τοὺς ξένους». Ἀργότερον, ἡ Μονὴ ἐμεγαλύνθη μὲ τὴν ἀγορὰν νέων οἰκημάτων καὶ ἂλλων προσκτισμάτων, εἰς διαφόρους περιόδους. Ἒτσι, τό συγκρότημα ᾠκοδομήθη μετά τῶν τριῶν Ἐκκλησιῶν, ἢτοι τῶν Ναῶν τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, τῆς Ἁγίας πρωτομάρτυρος Θέκλας καὶ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, καὶ ἀπετέλεσε τὴν νέαν ἓδραν τῶν Σπουδαίων Μοναχῶν, τὸ ὁποῖον καὶ σήμερον καλεῖται Κεντρικόν Μοναστήριον τῶν Σπουδαίων Μοναχῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος.
|
|
Ἡ ἐκχώρησις τοῦ Ναοῦ τῆς Μεγάλης Παναγίας εἰς τὴν Ὁσίαν Μελάνην
|
|
Μετὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν Σπουδαίων Μοναχῶν εἰς τὴν νέαν Μονὴν, τῶν Ἁγίων Κων/νου καὶ Ἑλένης, ὁ Πατριάρχης Ἠλίας παρεχώρησε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Μεγάλης Παναγίας μὲ τὰ κελλιὰ εἰς τὴν Ὁσίαν Μελάνην καὶ τὰς ὑπὸ τὰς σοφὰς ὁδηγίας αὐτῆς «σπουδαζούσας» παρθένους, αἳτινες ἦσαν κατὰ τὴν ἀκολουθίαν της περίπου ἐνενήκοντα. Ἡ Ὁσία Μελάνη, ὃπως πληροφορούμεθα ἐκ τοῦ βίου της, ἒφθασε εἰς Ἱεροσόλυμα τό ἒτος 417. «Καθ' ἑσπέραν» σημειώνει ὁ βιογράφος τῆς Ὁσίας Μελάνης Γερόντιος «μετά τό κλεισθῆναι τήν Ἁγίαν Ἁνάστασιν παρέμενε τῷ Σταυρῷ μέχρις ὃτου εἰσήρχοντο ψάλλοντες καὶ τότε ἀπερχομένη ἐν τῷ κελλίῳ αὐτῆς ἐκάθευδεν ὀλίγον». Τὸ κελλὶ πλησίον τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως εἰναι τὸ ἀσκητήριον τῆς Ὁσίας Μελάνης εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Μεγάλης Παναγίας, ὃπου καί ὁ Τάφος αὐτῆς ἐν τῷ φερωνύμῳ Παρεκκλησίῳ.
|
|
Καταστροφαὶ τῆς Μονῆς
|
|
Ὃταν οἱ Πέρσαι τό 614 κατέλαβον τήν Ἁγία Πόλιν Ἱερουσαλήμ, κατέστρεψαν μαζὶ μὲ τὰ ἂλλα ἃγια προσκυνήματα καὶ τὴν Ἱερὰν Μονήν τῆς Θεοτόκου τῶν Σπουδαίων. Τὴν 28ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἒτους 1009 μὲ διαταγὴν τοῦ Χάκεμ πλῆθος Ἀράβων, στρατοῦ καί ὂχλου, ὣρμησεν κατὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ μετέβαλεν αὐτὸν εἰς ἐρείπια. Διήρπασαν ὃλα τὰ ἱερά αὐτῷ σκεύη, χωρὶς νὰ ἀρκεσθοῦν εἰς τὴν ἐρήμωσιν τοῦ Ναοῦ, ὣρμησαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς Ναοὺς καὶ εἰς τὰ Μοναστήρια τῆς Ἱερουσαλήμ, σκορπῶντες ἀπερίγραπτον ὂλεθρον. Μετὰ μανίας λεηλάτησαν καὶ κατερείπωσαν τὴν Μονὴν τῆς Ὁδηγητρίας, ἢτοι τῆς Μεγάλης Παναγίας.
|
Τὴν ἐποχὴν τῶν Σταυροφόρων, τὰ Πανάγια Προσκυνήματα περιῆλθον βιαίως εἰς τούς Λατίνους καὶ δύο μόνον μοναστήρια ἐντὸς τῶν Ἱεροσολύμων κατεῖχον οἱ Ἓλληνες. Τὸ ἓν ᾖτο πλησίον τοῦ Πύργου τοῦ Δαυΐδ, μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καὶ τῆς Μονῆς τῆς Μεγάλης Παναγίας.
|
Τὸ ἒτος 1170, ὁ Αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Μανουήλ ΙΑ΄ ὁ Κομνηνός (1143-1180) ἐπεσκεύασε καὶ διεκόσμησε πολλὰ Μοναστήρια καθὼς καὶ τὸ Μοναστήριον τῆς Μεγάλης Παναγίας. Ἀπὸ τὸ 1400, ἡ Μονὴ τῆς Μεγάλης Παναγίας μαρτυρεῖται ὡς ἀσκητήριον μοναζουσῶν. Ἀνώνυμος Ἓλλην προσκυνητὴς περιγράφων τὴν Ἱερουσαλὴμ σημειώνει ὃτι πλησίον τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως εἶναι «ἀπ' αὐτοῦ καὶ ἂνωθεν τὸ Πατριαρχεῖον, καὶ παραπάνω εἶναι ἡ Ὁδηγήτρια καὶ κάθονται Καλογραῖαι».
|
Τὸ ἒτος 1653, εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Ὁδηγήτριας κατοικοῦν Μοναχαὶ. Τὸ ἒτος 1667, γράμμα τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νεκταρίου (1661-1667) ὑπογραφόμενον καὶ ἀπὸ τὸν Νεόφυτον ἐπιβεβαιοῖ ὃτι εἰς τὴν Μονὴν τῆς Θεοτόκου καὶ Ὁδηγήτριας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀσκοῦνται μοναχαὶ, φυλάσσεται λείψανον τῆς χειρός τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Εἰς ἓτερον δὲ γράμμα του, ὁ ἲδιος ὁ Πατριάρχης ὠνομάζει τὴν Μονὴν «Καλογράδικον».
|
Πρὸ τοῦ ἒτους 1698, ὁ Πατριάρχης τῆς Ἁγίας Σιὼν Δοσίθεος (1669-1706) ἒλαβεν ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴν Πύλην τὴν ἂδειαν νὰ ἐπισκευάσῃ τὸν ναὸν τῆς Μονῆς τῆς Μεγάλης Παναγίας. Κατὰ τὸν Νεόφυτον τὸν Κύπριον, ἒγιναν εἰς τὴν Μονὴν σοβαραὶ ἐπισκευαὶ ἂνω καὶ κάτω καὶ ἀνεκαινίσθη καὶ τὸ παρεκκλήσιον καὶ ὁ Τάφος τῆς Ὁσίας Μελάνης, καὶ προσετέθησαν πολλαὶ σκάλαι καὶ κελλιὰ.
|
|
Νεωτέρα Περίοδος
|
|
Ὃτε ἀπό τοῦ ἒτους 1959, κατεστάθη ἡγουμένη τῆς Ἱεράς Μονῆς ἡ ἐκ Μάνης καταγομένη Μοναχὴ Νυμφοδώρα, ἒχουσα ἐπίγνωσιν τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς της, ἀόκνως ἐργάζεται μὲ τὴν βοήθειαν πάντων τῶν συνασκουμένων αὐτῇ μοναζουσῶν διὰ τὴν πνευματικὴν πρόοδον καὶ ἀνάδειξιν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς. Ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν καὶ τὴν φροντίδα της ἐκτίσθησαν νέα κελλιὰ, ἐπεσκευάσθησαν πολλὰ παλαιὰ, ἐπανῆλθε ἡ κοινοβιακὴ τράπεζα, εξωραΐσθη καί ἐπεσκευάσθη ἐξ ὁλοκλήρου τό ἀσκητήριον καὶ τὸ παρεκκλήσιον τῆς Ὁσίας Μελάνης.
|
Ἒγιναν πάμπολλαι καὶ μεγάλαι ἐπισκευαὶ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὁδηγητρίας, ἐνεπλουτίσθη μὲ πλεῖστα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα, ἀργυρᾶ καὶ ἐπίχρυσα, εἰκόνες καὶ ξυλόγλυπτα, κ.ά. τὸ σκευοφυλάκιον τῆς Μονῆς, ἐνῶ κατὰ τὸ ἒτος 1985 ἒγινε ἀναπαλαίωσις τῶν τοίχων τῆς εἰσόδου καὶ τοῦ μεγάλου διαδρόμου καὶ ἀπεκαλύφθησαν ἡ ἀρχαία λίθινος τοιχοδομία, αἱ καμάραι καὶ οἱ κίονες τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, ὃπως καὶ τὸ ἀρχαῖον πλακόστρωτον δάπεδον τῶν διαδρόμων τῆς Μονῆς.
|
|
Η περιγραφή της Μονής Τα κειμήλια αυτής
|
|
Ὃπως ἢδη ἐσημειώθη, ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Σπουδαίων Μοναχῶν ἢ Μονή τῆς Μεγάλης Παναγίας, εὑρίσκεται δυτικῶς τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ ἀπέχει αὐτοῦ ἓν στάδιον. Ὁ προσκυνητής εἰσέρχεται εἰς αὐτὴν μέσῳ μικρᾶς πύλης τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τῆς Μονῆς, εἰς ἐπιμήκη διάδρομον, ἑκατέρωθεν τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται κελλιά τῶν μοναζουσῶν. Εἰς τὸ τέλος τοῦ διαδρόμου, μὲ μικρὰν κλίμακα ὁδηγούμεθα εἰς τὸν χῶρον πρὸ τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας. Ὁ Ναός ἀποτελεῖ κτίσμα τοῦ 5ου αἰῶνος, προνοίᾳ τοῦ Πατριάρχου Ἠλία, εἶναι δὲ καὶ τὸ «Καθολικὸν» τῆς Μονῆς. Ἐν αὐτῷ ὑπάρχει ἐν εἰδικῷ θρόνῳ ἡ σεπτή εἰκὼν τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, ἡ ὁποία κατὰ τὴν παράδοσιν εἶναι ἒργον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Ἡ Πλατυτέρα δεσπόζει εἰς τὴν κόγχην τοῦ Ἱεροῦ βήματος καὶ εἶναι ἒργον τοῦ 17ου αἰῶνος. Πλησίον τοῦ θρόνου τῆς Ὁδηγητρίας, ἐπί ἀναλογίου, εὑρίσκονται δύο λειψανοθῆκαι. Ἡ μία ἐξ αὐτῶν, ξυλόγλυπτος καὶ μεγάλη, περιέχει ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων : Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, Χαραλάμπους, Ἐλευθερίου, Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Εὐθυμίου τοῦ ἐκ Δημητσάνης, Ἀνθίμου τοῦ ἱερομάρτυρος, Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε», Αὐξεντίου τοῦ Ὁσίου, Ὑπατίου τοῦ Ὁσίου καί Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἡ δέ ἑτέρα τὴν χεῖρα τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης καὶ τὰ λείψανα τοῦ ἐν ἒτει 1549 διὰ Χριστὸν μαρτυρήσαντος Τούρκου πρίγκηπος Ἐμίρη. Εἰς τὴν Μονὴν, ἐπίσης, διαφυλάσσεται τό χειρόγραφον Ἱερόν Εὐαγγέλιον τῆς Ὁσίας Μελάνης, ὃπως καὶ πάμπολλαι Ἱεραὶ Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ πολλῶν Ἁγίων χρονολογούμεναι ἀπὸ τοῦ 11ου -18ου αἰῶνος.
|
|
24. Ἱερά Μονή Παναγίας Σεϊδανάγιας.
|
|
Ἐκκλησίαι: 1. Ἁγίου Δηµητρίου, 2. Ἁγίας Θέκλης
|
|
Καθεδρικὸς Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἐν ᾧ τὰ Παρεκκλήσια τῶν Μυροφόρων καὶ τῶν Ἁγίων 40 Μαρτύρων, ἔνθα κατατίθενται τὰ λείψανα τῶν Πατριαρχῶν.
|
|
25. Ὁ Ἰουδαϊκὸς Ναὸς καὶ τὸ Τεῖχος τῶν Δακρύων
Ὁ λόφος Μωριᾶς ἀποτελεῖ Ἰουδαϊκὸν λατρευτικὸν χῶρον ἤδη ἀπὸ τὸν 10ον αἰῶνα, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε κτισθεῖ ὁ περίφημος Ἰουδαϊκὸς Ναός, διὰ τὸν ὁποῖον γίνεται λόγος εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης, κατεδαφίζων τὸν παλαιὸν ναὸν ἔκτισε νέον εἰς τὴν θέσιν του, πιὸ ἐπιβλητικὸν, εἰς ὑψηλόν περίβολον, εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ ὁποίου ὁ Ἡρώδης ἔκτισε ἕν κτήριον εἰς σχῆμα βασιλικῆς, τὸ ὁποῖον ἀποτελοῦσε χῶρον συναντήσεως τῶν προσκυνητῶν. Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν ὁ Χριστὸς ἐνοχλημένος, ἐδίωξε τοὺς ἐκεῖ συγκεντρωμένους ἐμπόρους (Ἰωάν.2:13).
Σήμερον σώζονται μόνον τὰ ἐξωτερικὰ τείχη τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ, γνωστὰ ὡς Τεῖχος τῶν Δακρύων, ἀποτελὸν τὸν ἱερώτερον προσκυνηματικὸν χῶρον τῶν Ἑβραίων εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
© 2007 – 2009 jerusalem-patriarchate.info
Ἐπιτρέπεται ἡ χρήση, διάθεση καὶ ἀναπαραγωγὴ τοῦ ὑλικοῦ τοῦ ἱστοχώρου γιὰ μὴ ἐμπορικοὺς
σκοπούς, μὲ μοναδικὴ προϋπόθεση τὴν ἀναφορὰ στὴν πηγὴ: jerusalem-patriarchate.info
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου